λάφυρ'

λάφυρ'
λάφῡρα , λάφυρα
spoils
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] …   Dictionary of Greek

  • σιταγωγός — ό / σιταγωγός, όν, ΝΜΑ (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι αρχ. αυτός που μεταφέρει τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • συλαγωγώ — έω, ΜΑ παίρνω κάποιον ως αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω αρχ. διαρπάζω λάφυρα, λαφυραγωγά>. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον / σύλη + αγωγῶ (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγώ] …   Dictionary of Greek

  • χορταγωγία — ἡ, Μ συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”